καπνικαλληλέγγυος

καπνικαλληλέγγυος
καπνικαλληλέγγυος, ἡ (Μ)
φρ. «καπνικαλληλέγγυος εἴσπραξις» — ο φόρος τού καπνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνικόν, τὸ «φόρος τού καπνού» + ἀλληλέγγυος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”